- βοτανικός
- -ή, -ό (AM βοτανικός, -ή, -όν) [βοτάνη]Ι. ο σχετικός με τα βόταναII. (το αρσ. ως ουσ., κύριο όν.) νεοελλ.1. ο βοτανικός κήπος, στον οποίο γίνεται συστηματική καλλιέργεια φυτών για διδακτικούς σκοπούς2. περιοχή της Αθήνας γύρω από τον Βοτανικό Κήπο της Γεωπονικής Σχολής(αρχ. - μσν.) βοτανικός, οσυλλέκτης θεραπευτικών βοτάνωνIII. το θηλ. ως ουσ. βοτανική, ηη συστηματική μελέτη των φυτών(αρχ. -μσν.) η γνώση της χρήσης των θεραπευτικών βοτάνωνIV. αρχ. το ουδ. ως ουσ. βοτανικά, ταη χρήση θεραπευτικών βοτάνων.
Dictionary of Greek. 2013.